ωτοκύστη

ωτοκύστη
η, Ν
ζωολ.
1. (στο έμβρυο τών σπονδυλοζώων) δομή από την οποία αναπτύσσεται το αφτί
2. άλλη ονομασία τής στατοκύστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. otocyste < οὖς*, ὠτός «αφτί» + κύστη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”